φορτωμένος

φορτωμένος
η , ο
1) нагруженный; гружёный; навьюченный; 2) перен. обременённый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "φορτωμένος" в других словарях:

  • άχθομαι — ἄχθομαι (Α) 1. έχω επάνω μου βάρος, είμαι φορτωμένος 2. στενοχωριέμαι, υποφέρω 3. αγανακτώ, οργίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα άχθομαι και άχθος, η μεταξύ των οποίων σχέση είναι ασαφής, αποτελούν ομηρικές ήδη λέξεις αβέβαιης ετυμολ. Αρχικώς η λ. σήμαινε… …   Dictionary of Greek

  • έγκυος — η (AM ἔγκυος, ον) το θηλ. ως ουσ. αυτή που έχει συλλάβει κατά τη συνουσία και έχει έμβρυο μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔγκυον το έμβρυο* αρχ. 1. γεμάτος, φορτωμένος 2. φρ. «μόρον ἔγκυον» για γυναίκα που πεθαίνει στον τοκετό …   Dictionary of Greek

  • έμφορτος — ἔμφορτος, ον (Α) γεμάτος φορτίο, φορτωμένος, κατάφορτος («πλοῑον ἔμφορτον») …   Dictionary of Greek

  • ανδραχθής — ἀνδραχθής, ές (Α) (για πράγματα) 1. αυτός που το βάρος του είναι περίπου ίσο με το βάρος ενός άνδρα 2. βαρύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + αχθής < άχθομαι «βαρύνομαι, είμαι φορτωμένος» (πρβλ. δυσαχθής, βαρυαχθής, κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • ανελκυστήρας — Συσκευή για την κατακόρυφη μεταφορά ατόμων. Ορισμένα κείμενα Λατίνων συγγραφέων οδηγούν στην υπόθεση ότι οι πρώτοι υποτυπώδεις α. ανάγονται στον 1ο αι. μ.Χ. Η λειτουργία των εγκαταστάσεων αυτών προϋπέθετε φυσικά ανθρώπινη ή ζωική έλξη. Μόνο στις… …   Dictionary of Greek

  • ανθόφορτος — η, ο φορτωμένος, γεμάτος με λουλούδια …   Dictionary of Greek

  • αραίος — ἀραῑος, α, ον και ος, ον (Α) [αρά] 1. αυτός που τον παρακαλούν, τον ικετεύουν 2. καταραμένος, φορτωμένος κατάρες 3. αυτός που προξενεί βλάβη, επιβλαβής, ολέθριος …   Dictionary of Greek

  • αφόρτωτος — η, ο 1. αυτός που δεν είναι φορτωμένος, που δεν έχει φορτίο να μεταφέρει 2. (για πράγματα) αυτός που δεν φορτώθηκε …   Dictionary of Greek

  • αχθοφορώ — ἀχθοφορῶ ( έω) (Α) [αχθοφόρος] 1. μεταφέρω βάρος, φορτίο 2. είμαι φορτωμένος, γεμάτος 3. θεωρώ κάτι ως βάρος …   Dictionary of Greek

  • βαραίνω — (Μ βαραίνω) 1. γίνομαι βαρύς 2. προκαλώ αίσθημα βάρους, στενοχωρώ 3. σκληρύνομαι νεοελλ. Ι. 1. έχω βάρος, είμαι βαρύς 2. στενοχωρούμαι, αγανακτώ 3. στενοχωρώ κάποιον 4. πιέζω κάποιον μετο βάρος μου 5. επιβαρύνω κάποιον 6. γέρνω, λυγίζω από το… …   Dictionary of Greek

  • βαρυαχθής — ( οῡς), ές (Α) 1. πολύ βαρύς 2. πολύ επαχθής, φορτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + αχθής < άχθομαι «βαρύνομαι, είμαι φορτωμένος»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»